- αηδιάζω
- 1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδία.ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αηδιάζω — αηδιάζω, αηδίασα, αηδιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αηδιάζω — αηδίασα, αηδιασμένος 1. αμτβ., νιώθω αηδία: Αυτό το φαγητό το χω αηδιάσει. 2. μτβ., προκαλώ αηδία: Το φάρμακο αυτό τον αηδιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] … Dictionary of Greek
αηδίασμα — το [αηδιάζω] η αηδία … Dictionary of Greek
αηδίζω — ἀηδίζω (AM) 1. αηδιάζω, προξενώ αηδία παθ. αισθάνομαι αηδία για κάτι 2. μέσ. αποστρέφομαι, σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀηδής. ΠΑΡ. ἀηδισμός] … Dictionary of Greek
αηδιασμός — ο [αηδιάζω] η αηδία … Dictionary of Greek
αηδιαστικός — ή, ό [αηδιάζω] αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία … Dictionary of Greek
αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… … Dictionary of Greek
ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… … Dictionary of Greek
ανατριχιάζω — 1. αισθάνομαι τις τρίχες μου να σηκώνονται από το κρύο, τον φόβο ή την οργή 2. σιχαίνομαι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. του ανατριχιώ < ανατριχώ < ανα * + τρίχα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. ΠΑΡ. ανατρίχιασμα,… … Dictionary of Greek